- συνδεσμική
- συνδεσμικόςconjunctivefem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνδεσμικῇ — συνδεσμικός conjunctive fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδεσμικός — ή, όν, ΝΑ [σύνδεσμος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σύνδεσμο, ο συνδετικός νεοελλ. φρ. «συνδεσμική περίοδος» ή «συνδεσμικός μήνας» αστρον. το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο διαδοχικές διαβάσεις τής Σελήνης από τον ίδιο δεσμό,… … Dictionary of Greek